Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

Η μητέρα του, έδειξε το δρόμο της σωτηρίας

Στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, χτύπησαν την πόρτα στην Εκκλησία.
Ήταν μια γριούλα.
Και ζητούσε παπά, να πάει να κοινωνήσει έναν άρρωστο.
Ο παπάς ετοιμάστηκε και βγήκε αμέσως μαζί της.
Πλησιάζουν σε ένα φτωχό σπιτάκι, τύπου παράγκας.
Η γριούλα ανοίγει την πόρτα και μπάζει τον ιερέα σε ένα δωμάτιο.
Και να ξαφνικά ο παπάς ευρίσκεται εκεί μόνος με τον άρρωστο.
Ο άρρωστος του δείχνει με χειρονομίες την πόρτα και σκούζει.
-Φύγε από εδώ!
Ποιος σε κάλεσε;
Εγώ είμαι άθεος.
Και άθεος θα πεθάνω.
Ο παπάς τα έχασε.
-Μα δεν ήλθα από μόνος μου!
Με κάλεσε η γριά!
-Ποια γριά; Εγώ δεν ξέρω καμιά γριά!
Ο παπάς, καθώς στέκει απέναντί του, βλέπει επάνω από το κεφάλι του αρρώστου
Μια φωτογραφία με την γυναίκα πού τον κάλεσε.
Του λέει, ενώ του δείχνει το πορτραίτο.
-Να αυτή!
-Ποια αυτή, ξέρεις, τι λες, παπά;
Αυτή είναι η μάνα μου.
Και έχει πεθάνει χρόνια τώρα!
Για μια στιγμή πάγωσαν και οι δύο.
Αισθάνθηκαν δέος.
Ο άρρωστος άρχισε να κλαίει.
Και αφού έκλαψε, ζήτησε να εξομολογηθεί.
Και μετά, κοινώνησε.
Η μητέρα του είχε φροντίσει από τον ουρανό, να του δείξει τον δρόμο της σωτηρίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Άδεια αναδημοσίευσης:

Κάθε Αναδημοσίευση επιτρέπεται υπό τον όρο ότι θα γίνεται αναφορά προέλευσης του ληφθέντος περιεχομένου από τον παρόντα Ιστοτόπο με παραπομπή (link).